- ψιμυθιώνω
- ψιμυθιῶ, -όω, ΝΑ, και ψιμμυθιῶ και ψυμυθιῶ και ψημυθιῶ, -όω, Α [ψίμυθος / -ύθιον]νεοελλ.αλείφω το πρόσωπο με καλλυντικά, φτειασιδώνωαρχ.λευκαίνω το πρόσωπο με ψιμύθιο («ἐψιμυθιῶσθαιπροστετρίφθαι τρίμματι λευκὸν τὸν χρῶτα ποιοῡντι», Μέγα Ετυμολογικόν).
Dictionary of Greek. 2013.